- εξόριστος, -η
- -ο ο εξορισμένος, που ζει σε εξορία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐξόριστος — expelled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξόριστος — η, ο (AM ἐξόριστος, ον) [εξορίζω] αυτός που ζει σε εξορία, εξορισμένος αρχ. (για κακούργο) αυτός τού οποίου πέταξαν το πτώμα έξω από τα σύνορα τής πατρίδας … Dictionary of Greek
ἐξόριστον — ἐξόριστος expelled masc/fem acc sg ἐξόριστος expelled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορίστοις — ἐξόριστος expelled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορίστου — ἐξόριστος expelled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορίστους — ἐξόριστος expelled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορίστων — ἐξόριστος expelled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορίστῳ — ἐξόριστος expelled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόριστοι — ἐξόριστος expelled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek